- λαβράκι
- λαβύρινθος
- λάβα
- λαβωματιά
- λαγάνα
- λαγκάδι
- λαγός
- λαγούτο
- λαγωνικό
- λαδέμπορος
- ο λαδερός ➖ η λαδερή ➖ το λαδερό
- ο λαδής ➖ η λαδιά ➖ το λαδί (ΕΠΙΘΕΤΟ)
- λαδί (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
- λάδι
- λαδιά (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
- λαδολέμονο
- λαδομπογιά
- λαδόξιδο
- λαδοτύρι
- λαδώνω & λαδώνομαι
- λαδώνω τ’ άντερό μου
- λαζάνια
- λαθεύω
- λάθος (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
- ο λάθος ➖ η λάθος ➖ το λάθος (ΕΠΙΘΕΤΟ)
- λάθος (ΕΠΙΡΡΗΜΑ)
- λαθρέμπορος
- λαϊκή αγορά
- λαϊκό προσκύνημα
- ο λαϊκός ➖ η λαϊκή ➖ το λαϊκό
- λαίμαργα (ΕΠΙΡΡΗΜΑ)
- ο λαίμαργος ➖ η λαίμαργη ➖ το λαίμαργο
- λαιμός
- λακκάκι
- λάκκος
- λακκούβα
- λαλάω/λαλώ
- λαλιά
- λαμαρίνα
- λαμβάνω – λαμβάνομαι (ΡΗΜΑ)
- λάμπα
- λαμπάδα
- λαμπάκι
- ο λαμπερός ➖ η λαμπερή ➖ το λαμπερό
- λαμποκοπάει
- λαμπρά (ΕΠΙΡΡΗΜΑ)
- Λαμπρή
- ο λαμπρός ➖ η λαμπρή ➖ το λαμπρό
- λαμπτήρας
- λάμπω
- λάμψη
- ο λανθασμένος ➖ η λανθασμένη ➖ το λανθασμένο
- λαός
- λαούτο
- λάρυγγας
- λαρύγγι
- λάσπη
- λασπώνω
- ο λαστιχένιος ➖ η λαστιχένια ➖ το λαστιχένιο
- λάστιχο
- λατέρνα
- λατινικά
- λατομείο
- λατρεία
- λατρεύω & λατρεύομαι
- λαχαναγορά
- λαχανιάζω
- λαχανικό
- λάχανο
- λαχανόκηπος
- λαχείο
- λαχειοπώλης
- λαχτάρα
- λαχταράω/λαχταρώ
- λέαινα
- λεβέντης
- λέιζερ
- ο λείος ➖ η λεία ➖ το λείο
- λείπω
- λειρί
- λειτουργία
- λειτουργώ
- λεκές
- λεκιάζω & λεκιάζομαι
- λέλεκας
- λεμονάδα
- λεμόνι
- λεμονιά
- λεμονόκουπα
- λεμονοστύφτης
- λέξη
- λεξικό
- λεξιλόγιο
- λεοπάρδαλη
- λέπι
- λεπίδα
- λεπτά (ΕΠΙΡΡΗΜΑ)
- λεπταίνω
- λεπτό
- λεπτοδείκτης
- ο λεπτοκαμωμένος ➖ η λεπτοκαμωμένη ➖ το λεπτοκαμωμένο
- λεπτομέρεια
- ο λεπτός ➖ η λεπτή ➖ το λεπτό
- λερώνω & λερώνομαι
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα
- λες και
- λεύκα
- λευκό
- ο λευκός ➖ η λευκή ➖ το λευκό
- λευκός θάνατος
- λεύκωμα
- λευτεριά
- ο λεύτερος ➖ η λεύτερη ➖ το λεύτερο
- λευτερώνω & λευτερώνομαι
- λεφτά με ουρά
- λεφτά με το τσουβάλι
- λεφτό & λεφτά
- λέω & λέγομαι
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους
- λεωφορείο
- λεωφόρος
- λήγει
- λήγουσα
- λήξη
- ληξιαρχείο
- λησμονάω / λησμονώ
- ληστεία
- λιάζω & λιάζομαι
- λιακάδα
- ο λιανός ➖ η λιανή ➖ το λιανό
- λιβάδι
- λιβάνι
- λιβανίζω & λιβανίζομαι
- λίγδα
- ο λιγνός ➖ η λιγνή ➖ το λιγνό
- λίγο (ΕΠΙΡΡΗΜΑ)
- λίγο έλειψε
- λίγο πολύ
- ο λιγόλογος ➖ η λιγόλογη ➖ το λιγόλογο
- ο λιγομίλητος ➖ η λιγομίλητη ➖ το λιγομίλητο
- ο λίγος ➖ η λίγη ➖ το λίγο
- λιγοστεύω
- ο λιγοστός ➖ η λιγοστή ➖ το λιγοστό
- λιγούρα
- λιγουρεύομαι
- ο λιγόψυχος ➖ η λιγόψυχη ➖ το λιγόψυχο
- λιγώνει & λιγώνομαι
- λιθάρι
- λικέρ
- ο λιλά ➖ η λιλά ➖ το λιλά
- λιλά (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
- λίμα
- λιμάνι
- λίμνη
- λινάρι
- λινό
- ο λινός ➖ η λινή ➖ το λινό
- λιοντάρι – λιονταρίνα
- λιοπύρι
- λιοτρίβι
- λιπαρά
- ο λιπαρός ➖ η λιπαρή ➖ το λιπαρό
- λίπασμα
- λιποθυμάω/λιποθυμώ
- λιποθυμία
- λίπος
- λίρα
- ο λιχούδης ➖ η λιχούδα ➖ το λιχούδικο
- λιχουδιά
- λιώνω
- λογαριάζω & λογαριάζομαι
- λογαριάζω χωρίς τον ξενοδόχο
- λογαριασμός
- λογάς
- λογική
- ο λογικός ➖ η λογική ➖ το λογικό
- λογισμικό
- λογοτέχνης
- λογοτεχνία
- λόγου χάρη
- λόγω
- λόγω τιμής
- λοιπόν
- λόξα
- λόξιγκας
- λούζομαι στον ιδρώτα
- λούζω & λούζομαι
- λουκάνικο
- λουκέτο
- λούκι
- λουκουμάς
- λουκούμι
- λουλούδι
- λούνα παρκ
- λουρί
- λουρίδα
- λούσα
- λουστρίνι
- λουτρό
- λούτσα (ΕΠΙΡΡΗΜΑ)
- λούφα
- λόφος
- λυγαριά
- ο λυγερός ➖ η λυγερή ➖ το λυγερό
- λυγμός
- λύκειο
- λυκόπουλο
- λύκος
- λύνεται η γλώσσα μου
- λύνομαι στα γέλια
- λύνω
- λύνω και δένω
- λύπη
- ο λυπημένος ➖ η λυπημένη ➖ το λυπημένο
- λυπώ & λυπάμαι
- λύρα
- λύση
- λύσσα (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
- λυσσάω
- ο λυτός ➖ η λυτή ➖ το λυτό
- λυχνάρι
- λωποδύτης – λωποδύτρια, λωποδύτισσα
- λωρίδα
- λωρίδα κυκλοφορίας
- λεκάνη
- ο λαθεμένος➖ η λαθεμένη➖ το λαθεμένο
- λιμός
- λοιμός
- λόγος