λεφτά με ουρά

Loading

λεφτά με ουρά ΕΚΦΡ. (ΑΝΕΠΙΣ.): λέμε ότι κάποιος έχει λεφτά με ουρά όταν έχει πάρα πολλά λεφτά: Οι δουλειές του πάνε καλά και έκανε λεφτά με ουρά.

1. αβγ

2. αβγ

δες το λήμμα : λίνκ


ΣΥΝΩΝΥΜΑ

αβγ


αβγδ

αβγδ


αβγ

αβγ

πηγή : Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής


(πάτησε ⤵️ για εμφάνιση)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

LEAVE A COMMENT