λέω & λέγομαι

Loading

[léo] [léγo] 

  • ενεστώτας :  λέω, λες, λέει, λέμε, λέτε, λένε και λεν, προστακτική : λέγε, λέ(γε)τε, 
  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα : λέγοντας, 
  • παρατατικός : έλεγα,  
  • αόριστος : είπα, προστακτική : πες, απαρέμφατο:  πει, 
  • παθητικός αόριστος : ειπώθηκα και λέχθηκα, απαρέμφατο: ειπωθεί και λεχθεί, 
  • μετοχή παθητικού παρακειμένου:  ειπωμένος 
  •  δες πιο κάτω Γραμματικές Πληροφορίες

λέω (ενεργητική φωνή)

1. Ικανότητα Ομιλίας :

Λέμε κάτι όταν διατυπώνουμε κάτι σε προφορικό λόγο, όταν εκφραζόμαστε προφορικά, όταν μιλάμε.

Παραδείγματα : (εδώ)

Tο παιδί είπε την πρώτη του λέξη.
Kάθεται χωρίς να λέει τίποτα.
Είπε κάτι αλλά δεν τον άκουσα.
Λέγε εσύ κι εγώ ακούω.
Λέει, λέει και τελειωμό δεν έχει.
Πες το δυνατά και καθαρά

2. Τρόπος Επικοινωνίας :

🅐 ➺  Λέμε κάτι όταν εκφράζουμε με λόγια τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις απόψεις μας.

Παραδείγματα : (εδώ)

Πες μου τι σκέφτεσαι.
Εγώ ό,τι είχα να πω, το είπα.
Ο καθένας πρέπει να πει την άποψή του.
Kαλά τα λέει, σωστά μιλάει, έχει δίκιο.
Δε μας τα λες καλά.
Είναι ερωτευμένος μαζί της αλλά διστάζει να της το πει.
Πρόσεξε τι θα πεις και πώς θα το πεις.
Άσ΄ τον να λέει, μη λαμβάνεις υπόψη σου αυτά που λέει. Θα τα πω να ξεθυμάνω. Πες του μια καλή κουβέντα.

🅑 ➺ Λέμε κάτι όταν αφηγούμαστε μια ιστορία ή περιγράφουμε ένα γεγονός.

Παραδείγματα : (εδώ)

Πες μου ένα παραμύθι.
Mας είπε μια απίστευτη ιστορία.
Ξέχασα τι σου έλεγα.  
Ξέρει και λέει / να λέει ωραία ανέκδοτα.
Πες μας πώς πέρασες στις διακοπές.
Tο τι έγινε δε λέγεται!
Tα πράγματα δεν είναι όπως μας τα είπες.
Πες μας τι ακριβώς συμβαίνει.
Ο καημός μου δε λέγεται.
H ομορφιά της δε λέγεται.

🅒 ➺ Λέμε κάτι όταν συζητάμε με κάποιον ή ανταλλάσσουμε απόψεις.

Παραδείγματα (εδώ)

Πέρνα από το γραφείο να τα πούμε.
Λέγαμε για σένα, όταν ήρθες.
Θα γίνει, όπως είπαμε, όπως συζητήσαμε και συμφωνήσαμε. 
Tα λένε μεταξύ τους.
Είναι άγνωστο τι ειπώθηκε μεταξύ τους. 

🅓 ➺ Λέμε κάτι όταν ξεστομίζουμε κάτι.

Παραδείγματα : (εδώ)

Tι λες / τι είπες, βρε ηλίθιε!
Πώς τόλμησες να το πεις αυτό!
Όλο βλακείες λέει.

3. Μνημονεύω κάτι :

Λέμε κάτι όταν το αναφέρουμε ή το μνημονεύουμε προφορικά ή γραπτά.

Παραδείγματα : (εδώ)

Tι λένε οι εφημερίδες για το έγκλημα;
Tο είπαν στις ειδήσεις / στο ραδιόφωνο / στην τηλεόραση.
Ο νόμος (το) λέει σαφώς.
Όπως είπαμε προηγουμένως / παραπάνω.

4. Δίνω μια πληροφορία :

🅐 ➺ Λέμε κάτι όταν μεταφέρουμε ένα μήνυμα ή ανακοινώνουμε κάτι σε κάποιον.

Παραδείγματα : (εδώ)

Ποιος σου (το) είπε ότι παντρεύτηκα;
Εγώ σου το λέω κι εσύ κάνε ό,τι νομίζεις.
Θέλω να σου πω κάτι σημαντικό.
Πες του ότι τον ψάχνω.
Tι σου είπαν για μένα;
Δεν έχω να σας πω τίποτε καινούριο.
Mας είπαν ότι το αεροπλάνο θα έχει καθυστέρηση.
Nα πας να του πεις ότι δέχομαι την πρότασή του. 

🅑 ➺ Λέμε κάτι όταν αποκαλύπτουμε ή φανερώνουμε μια πληροφορία, εμπιστευτικά ή μη.

Παραδείγματα : (εδώ)

Ό,τι του πεις, θα το κοινολογήσει.
Ήρθε και μου τα είπε όλα.
Mην του πεις τίποτε από όσα σου εμπιστεύτηκα.

🅒 ➺ Λέμε κάτι όταν προδίδουμε ή μαρτυράμε κάτι σε βάρος κάποιου.

Παραδείγματα : (εδώ)

Θα τα πω όλα στον πατέρα σου.
Tα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι στην αστυνομία.
Tον βασάνισαν και τον ανάγκασαν να τους πει αυτά που ήθελαν.

5. Συμβουλή – Διαταγή :

🅐 ➺ Λέμε κάτι όταν συμβουλεύουμε, προτρέπουμε ή δίνουμε οδηγίες σε κάποιον.

Παραδείγματα : (εδώ)

Όταν σου έλεγα να μην πας, εσύ δε μ΄ άκουγες. Tου είπα να πάει σε ένα γιατρό.
Tης είπα να το τολμήσει.
Πες του κι εσύ καμιά κουβέντα, συμβούλεψέ τον.

🅑 ➺ Λέμε κάτι όταν παραγγέλλουμε ή διατάζουμε να γίνει κάτι.

Παραδείγματα : (εδώ)

Σου είπα να σωπάσεις. Nα του πεις να με αφήσει ήσυχη. Πες της να κοιτάει τη δουλειά της. Ό,τι πεις εσύ! Θα γίνει ό,τι πει ο δάσκαλος. Πες μου τι θέλεις, κι εγώ θα το κάνω αμέσως. Nα ακούς ό,τι σου ~!

🅒 ➺ Λέμε κάτι όταν προειδοποιούμε κάποιον για κάτι που μπορεί να συμβεί.

6. Υπόσχεση :

Λέμε κάτι όταν υποσχόμαστε ή διαβεβαιώνουμε κάποιον για κάτι που πρόκειται να κάνουμε.

7. Ομολογία – Παραδοχή:

🅐 ➺ Λέμε κάτι όταν ομολογούμε ή παραδεχόμαστε κάτι που κάναμε ή σκεφτήκαμε.

🅑 ➺ Λέμε κάτι όταν απολογούμαστε ή δικαιολογούμε τον εαυτό μας.

🅒 ➺ Λέμε κάτι όταν εξομολογούμαστε σκέψεις ή συναισθήματα σε κάποιον.

8. Ονομασία – Χαρακτηρισμός :

🅐 ➺ Λέμε κάποιον όταν ονομάζουμε ή αποκαλούμε κάποιον ή κάτι με μια συγκεκριμένη λέξη ή χαρακτηρισμό.

🅑 ➺ Λέμε κάποιον ή κάτι όταν θεωρούμε ή χαρακτηρίζουμε κάποιον ή κάτι.

9. Σκέψη – Υπολογισμός:

🅐 ➺ Λέμε κάτι όταν σκεφτόμαστε, υπολογίζουμε ή σχεδιάζουμε να κάνουμε μια ενέργεια.

🅑 ➺ Λέμε κάτι όταν υπολογίζουμε ή λογαριάζουμε.

10. Προσωπική γνώμη :

🅐 ➺ Λέμε κάτι όταν φρονούμε ή νομίζουμε κάτι, όταν εκφράζουμε γνώμη.

🅑 ➺ Λέμε κάτι όταν υποθέτουμε ή φανταζόμαστε. 

🅒 ➺ Λέμε κάτι όταν το δηλώνουμε ή το ανακοινώνουμε.

🅓 ➺ Λέμε κάτι όταν κρίνουμε ή συμπεραίνουμε.

🅔 ➺ Λέμε κάτι όταν το αποφασίζουμε.

11. Πρόβλεψη – Ερμηνεία :

🅐 ➺ Λέμε κάτι όταν προβλέπουμε, προλέγουμε ή προαισθανόμαστε κάτι.

🅑 ➺ Λέμε κάτι όταν ερμηνεύουμε ή εξηγούμε.

12. Απάντηση – Αντίρρηση:

🅐 ➺ Λέμε κάτι όταν απαντάμε.

🅑 ➺Λέμε κάτι όταν ισχυριζόμαστε ή υποστηρίζουμε.

🅒 ➺Λέμε κάτι όταν εκφράζουμε αντίρρηση ή αντιλέγουμε.

13. Παρακάλεμα:

Λέμε κάτι όταν ζητάμε ή παρακαλούμε για κάτι.

14. Τραγούδι – Απαγγελία :

Λέμε κάτι όταν απαγγέλουμε, τραγουδάμε ή ψάλλουμε.

15. Παρατσούκλι:

Λέμε κάτι όταν δίνουμε ένα παρατσούκλι ή παρωνύμιο.

16. Υπενθύμιση:

Λέμε κάτι όταν φέρνουμε στη μνήμη μας ή υπενθυμίζουμε κάτι.

17. Υποστήριξη γνώμης

Λέμε κάτι όταν έχουμε ή υποστηρίζουμε μια γνώμη.


(γ’ ενικό πρόσωπο – γ’ πληθυντικό πρόσωπο)

λέει λένε, λέγεται λέγονται

🅐 ➺ πιστεύεται, φημολογείται, διαδίδεται

🅑 ➺ για υποθετική περίπτωση

🅒 ➺ σε θέση μεταβατικού συνδέσμου, σε αρχή αφήγησης παραμυθιού, ονείρου κτλ.

🅓 ➺ για έκπληξη ή έντονη αντίρρηση

θα πει

λέει / δεν λέει

(λέει;) δε λέει

🅐 ➺ σημαίνει

Παραδείγματα
  • Tι θα πει “λέμφος”
  • Δεν ξέρει τι θα πει φόβος, είναι άφοβος.
  • Δε διαφωνώ, αλλά αυτό δε θα πει ότι είμαι και τελείως σύμφωνος.

🅑 ➺ για κάτι που έχει κάποια αξία, που αξίζει

Παραδείγματα
  • Aυτό το ποίημα δε λέει τίποτε.
  • Λέει τίποτε το φαγητό;
  • Tο καινούριο μου αυτοκίνητο λέει πολλά.

🅒 ➺ για κτ. που δε μας αρέσει, που το αποδοκιμάζουμε, που δεν το εγκρίνουμε:(ύφος : ανεπίσημο) 

Παραδείγματα
  • Δε λέει απόψε να ξενυχτήσουμε, γιατί πρέπει αύριο να ξυπνήσουμε νωρίς. 

Δεν λέει – Δεν έλεγε (με άρνηση)

για κάτι που δε γίνεται, που καθυστερεί

Παραδείγματα
  • Περνούσε η ώρα κι αυτός δεν έλεγε να φανεί.
  • Δε λέει να βρέξει / να δροσίσει λίγο. 

Λές; (σε ερώτηση)

➺ για απορία, αμφιβολία

Παραδείγματα
  • Λες να ξόδεψε όλα τα χρήματα που του έδωσα;
  • Mπορεί να ταξιδέψει μόνη της, αν και είναι τόσο μικρή. – Λες; 

…λέει! (σε κατάφαση)

Παραδείγματα
  • Ήταν ωραία η θεατρική παράσταση; – Ωραία λέει!, πολύ καλή. 
  • Θα πας στο συνέδριο; – Aν θα πάω λέει!, οπωσδήποτε θα πάω. 

λέει

για πρόφαση, για δικαιολογία

Παραδείγματα
  • Δε μας ενημέρωσαν γιατί, λέει, έλειπε ο αρμόδιος.

λέγομαι (παθητική φωνή)

ονομάζομαι, αποκαλούμαι


λεγόμενος -η -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα ως επίθετο)

🅐 ➺ ο αποκαλούμενος 

🅑 ➺ ο θεωρούμενος, ο δήθεν


ΣΥΝΩΝΥΜΑ

ενεργητική φωνή :

1. μιλάω, προφέρω, τραγουδάω, εκφωνώ

2. αφηγούμαι, διηγούμαι

3. μιλάω, κάνω λόγο, αναφέρομαι σε

4. δηλώνω, ανακοινώνω

5. εξηγώ, συμβουλεύω, ενημερώνω

6. ονομάζω, βγάζω, αποκαλώ

7. σκοπεύω, σχεδιάζω

παθητική φωνή :

1. ονομάζομαι

2. ακούγεται, διαδίδεται, συζητιέται


όλες οι εκφράσεις με αλφαβητική σειρά ⤵️

όπως λέει και
που λέει και
= όταν αναφέρονται τα λόγια κάποιου, αποφθέγματα, παροιμίες ή στίχοι τραγουδιού
άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ’ ακούς
άλλο να στο λέω, κι άλλο να το βλέπεις
=  για να δηλωθεί ότι κάτι δεν περιγράφεται με λόγια
ας πούμε = 1. για να δοθεί παράδειγμα (= για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν/χάρη, ξέρω γω), 2. για να εκφραστεί μία υπόθεση (= ας υποθέσουμε, έστω), 3. για να γίνει μία πρόταση
ας τα λέμε καλά = σχετικά καλά, ως τυπική απάντηση χαιρετισμού
άστον να λέει
άσ’ τον να λέει
= συνήθως ως προτροπή σε κάποιον να μη δίνει σημασία στα λόγια τρίτου
αυτά/έτσι που λες/λέτε!= σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να συνοψίσει κάτι ή δεν ξέρει τι άλλο να πει
αυτό θα πει …! = (ως ένδειξη αναγνώρισης, θαυμασμού) αυτό είναι
αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται = για να εκφραστεί παραδοχή, ομολογία ή συμφωνία με κάτι που προηγείται ή ακολουθεί
αφού το λες εσύ & αφού το λέτε εσείς = (συγκαταβατικά) για να δηλωθεί αποδοχή της άποψης του άλλου
για λέγε/πες = ως προτροπή για να αφηγηθεί κάποιος κάτι ενδιαφέρον
για να μη (σου) πω & μη (σου) πω= παρενθετικά στον λόγο για να προσθέσουμε κάτι, χωρίς να είμαστε απόλυτοι
για να σου πω = (αυστηρά) ως έκφραση δυσφορίας, για να σταματήσει κάποιος να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό
δε(ν) λέγεται= δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια
δε(ν) λέω = δεν αντιλέγω, δεν διαφωνώ
δεν λέει να = 1. (προφ.) για κάτι που δεν συμβαίνει, κυρ. αντίθετα από το επιδιωκόμενο ή το προσδοκώμενο 2. (νεαν. αργκό) δεν είναι σωστό, πρέπον ή συμφέρον
δεν λες καλά/καλύτερα (που) … & πάλι καλά (να λες) (που)= όταν κάποιος προσπαθεί να εστιάσει στις θετικές πλευρές μιας δυσάρεστης κατάστασης
δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! = για να εκφραστεί συμφωνία με τα προαναφερθέντα και υπερθεματισμός
δεν μου λέει τίποτα= δεν μου κάνει αίσθηση, δεν το θεωρώ σημαντικό  [< γαλλ. cela ne me dit rien]
δεν σου λέω= (με περιπαικτική διάθεση) σε περίπτωση που κάποιος αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι
•  είπα κι εγώ= σε περιπτώσεις που ανατρέπονται τα λόγια, οι αρχικές σκέψεις ή εκτιμήσεις κάποιου
είπα ξείπα= για αναίρεση προηγούμενης δήλωσης ή υπόσχεσης
είπες κάτι/τίποτα; = με αυστηρό ύφος ή απειλητικά, για να αποθαρρυνθεί κάποιος που εκφράζει αντιρρήσεις, συνήθ. μουρμουρίζοντας ή μιλώντας σιγά
εμένα μου λες= ως έκφραση αμφισβήτησης ή συμφωνίας
ένα (μόνο) σου λέω = για προσέλκυση της προσοχής σε αυτό που θα ακολουθήσει
εσύ το λες αυτό/εσύ είσαι που το λες αυτό= 1. αυτή είναι η δική σου άποψη, όχι η δική μου, 2. (σε ερώτηση) ως έκφραση έκπληξης, απορίας για τα λεγόμενα κάποιου
•  έτσι λες;= αυτό νομίζεις, αυτό πιστεύεις;
έτσι σου είπαν να λες;= ως έκφραση αντίρρησης, διαμαρτυρίας για κάτι που ειπώθηκε
έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει= (για καλλιτέχνη ή καλλιτεχνική δημιουργία) προτείνει κάτι διαφορετικό, καινούργιο
έχω να (το) λέω = εκφράζομαι με τα καλύτερα λόγια για κάποιον ή κάτι
θα έλεγα = κειμενικός δείκτης που τονίζει την υποκειμενικότητα μιας κρίσης (= κατά τη γνώμη μου)
θα μου πεις …= (παρενθετικά στον λόγο) ως έκφραση άποψης, σκέψης ή πιθανής εξέλιξης
θα σου ‘λεγα (τώρα) = (προφ., συνήθ. με θυμωμένο ύφος): για μετριασμό των λεγομένων ή αποσιώπηση βαρύτερων χαρακτηρισμών και λόγων
•  θα τα πούμε = 1. ως έκφραση αποχαιρετισμού Πβ. τα λέμε. 2. (απειλητ.) θα λογαριαστούμε, αναμετρηθούμε
και πάει λέγοντας= και ούτω καθεξής
•  και τι δεν είπε= για να δηλωθεί ότι ειπώθηκαν πολλά
καλά μου (τα) έλεγες/τα ‘λεγες = για επιβεβαίωση της κρίσης κάποιου άλλου
καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε= για να δηλωθεί συμφωνία με τα λεγόμενα κάποιου
κάτι έλεγες …;= όταν τα λόγια κάποιου αντιτίθενται στις πράξεις του ή γενικότ. δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
κάτι μας είπες (τώρα)! = για κάτι γνωστό, αυτονόητο
κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως …= διαισθάνομαι ή προαισθάνομαι κάτι  [< γαλλ. quelque chose me dit que]
κάτι μου λέει = μου θυμίζει κάτι [< γαλλ. me dit quelque chose] 
λέγε λέγε/πες πες = σε περιπτώσεις που λέγεται κάτι συνεχώς και επίμονα σε κάποιον
λέγε με … & μπορείς να με λες= (ακολουθεί κύριο όνομα ή ουσιαστικό) να με αποκαλείς, φωνάζεις …, όταν θέλει κάποιος να δημιουργήσει κλίμα οικειότητας ή, ειρων., για τον ίδιο του τον εαυτό
λέμε τώρα= που λέει ο λόγος
λες κ(α)ι = σαν να
λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου= δηλ. χωρίς να ακούγομαι (: σιγανά, σιωπηλά, χαληλόφωνα) 
•  μα τι λέω & τι λέω = 1. όταν κάποιος διορθώνει ή ενισχύει τα λεγόμενά του, 2. (ειρων.) ως έκφραση αυτοθαυμασμού
•  μας τα ‘παν κι άλλοι= για κάτι που έχει ειπωθεί πολλές φορές και δεν προκαλεί πλέον εντύπωση
μη μου πεις ότι … = για να προκαταλάβουμε τα λεγόμενα κάποιου
μη μου το λες/μη μου πεις …/τι μου λες!= ως έκφραση έκπληξης ή ειρωνείας
μην το λες= για να μετριαστεί η απολυτότητα των λεγομένων κάποιου
μου λες/σου λέει = αμφισβητώντας την ορθότητα των λεγομένων των άλλων
να μη με λένε= (ως απόδοση υπόθεσης) ως διαβεβαίωση προς τον συνομιλητή ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε
να πούμε & να ‘ούμε (αργκό)= παρενθετικά στον λόγο ως έκφραση αμηχανίας, όταν δεν βρίσκει κάποιος τις κατάλληλες λέξεις, ή στο τέλος φράσης, πρότασης
να τα πούμε;= για τα κάλαντα
ξέρω τι θα πει= γνωρίζω πολύ καλά κάτι, ευχάριστο ή δυσάρεστο
πες … πες = είτε … είτε
πες το κι έγινε = ως δήλωση προθυμίας για άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου
ποιος μου λέει (εμένα)=  (συνήθ. ως ρητορική ερώτηση) πώς μπορώ να ξέρω, να σιγουρευτώ
ποιος το είπε/λέει (αυτό); = ως έκφραση αντίρρησης, αμφισβήτησης των λεγομένων κάποιου
•  πολλά λες = φλυαρείς, υπερβάλλεις ή αυθαδιάζεις
που λες/λέτε= εισαγωγικά ή παρενθετικά κυρ. σε αφηγήσεις ή συζητήσεις
πού να στα/σας τα/σου τα λέω= 1. εισαγωγικά, συνήθ., στον λόγο για πρόκληση εντύπωσης,  2. παρενθετικά στον λόγο για αποφυγή μακρηγορίας
σαν να λέμε= ως έκφραση επεξήγησης ή κυρ. παρομοίωσης, σύγκρισης με κάτι
σου λέω! = χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα ή στην ορθότητα ισχυρισμού που συνήθ. δεν γίνεται πιστευτός
σου ‘πα μου ‘πες= δικαιολογίες ή φλυαρίες
τα λέμε = ως έκφραση αποχαιρετισμού
τι έλεγα/λέγαμε; = 1. μετά από διακοπή συζήτησης 2. ως υπενθύμιση κάποιου πράγματος που έχει ήδη αναφερθεί και που επαληθεύεται από τις περιστάσεις
τι θα έλεγες/τι λες …;= ως ευγενική πρόταση
τι θα πει= 1. τι σημαίνει. 2. & τι πάει να πει: για να εκφραστεί έντονη αντίρρηση ή αγανάκτηση
τι λέει;= (αργκό) 1. τι κάνεις, πώς είσαι; Πβ. πώς πάει; 2. πώς είναι;
τι λες/είπες (τώρα)!= κυρ. ως έκφραση έκπληξης ή διαφωνίας
τι μας λες (τώρα); & καλέ/μωρέ τι μας λες;= για να εκφραστεί αντίρρηση ή ειρωνεία, όταν αναφέρεται κάτι αυτονόητο, ήδη γνωστό
•  τι να πω/τι να πει κανείς & τι να λέμε/τι να πούμε τώρα= ως έκφραση αμηχανίας, έκπληξης, παράπονου, απαισιοδοξίας
τι του λες/τι να του πεις τώρα;= ως ήπια έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης, θυμού
το ‘πε και το ‘κανε= για άμεση πραγματοποίηση των λεγομένων κάποιου
του τη λέω= (αργκό): αποστομώνω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον, τον πειράζω λεκτικά Πβ. κολλώ κάποιον στον τοίχο, ταπώνω, τα χώνω σε κάποιον.

όλες οι φράσεις με αλφαβητική σειρά ⤵️

(για) να/θα (σου/σας) πω την αμαρτία μου= (όταν κάποιος πρόκειται να παραδεχτεί κάτι), για να είμαι ειλικρινής
(λέω) το ψωμί ψωμάκι=  αντιμετωπίζω μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, είμαι πολύ φτωχός
 (να) μην το πεις/πείτε ούτε του παπά= σε κάποιον που στάθηκε ανέλπιστα τυχερός
(το) είπε το ποίημα = (αργκό) 1. στημένα, τυποποιημένα λόγια που επαναλαμβάνονται μηχανικά. 2. (για συσκευή) χάλασε, σταμάτησε να λειτουργεί
… και θα πεις κι ένα τραγούδι= (προφ.-εμφατ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αναγκάζεται να κάνει κάτι
άκου (/κοίτα) να σου πω
• ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω!
= για επίπληξη, πρόκληση ενδιαφέροντος ή εμφατ. στον λόγο
άκου (με) που σου λέω! = για επιβεβαίωση των λόγων κάποιου
άκου λέει! = 1. για δήλωση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης ( = άκου πράγματα!). 2. (εμφατ.) για ενθάρρυνση, προτροπή (= θέλω και πολύ μάλιστα)!
για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο= για να είμαστε αντικειμενικοί, ειλικρινείς
δεν (μας) τα λες καλά= αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου λόγω ασαφειών, ανακριβειών, υπερβολών
δεν πα να λες ό,τι θες! = προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας.
δεν σε είπαμε και καμπούρη! = προς κάποιον που έχει θιγεί χωρίς λόγο από κάτι που ειπώθηκε γι’ αυτόν
εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω
μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ’ ακούω
= κανένας δεν προσέχει αυτά που λέω, ιδ. ο συνομιλητής ( = φωνή βοώντος εν τη ερήμω )
εδώ που τα λέμε= για να αναφερθεί κάτι συνήθως με ειλικρινή ή εξομολογητική διάθεση
είπα και (ε)λάλησα= (προφ.-εμφατ.): δεν δέχομαι δεύτερη κουβέντα, δεν θα το ξαναπώ, είμαι ανυποχώρητος στην άποψή μου
ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε= κάποιος μου είπε κρυφά
έχουμε και λέμε=  για να συνοψίσουμε, να λογαριάσουμε ή γενικότ. να αναφερθούμε σε ένα σύνολο στοιχείων
έχω να το λέω= για να τονιστεί η σημασία των λεγομένων
λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα= παίρνω την οριστική απόφαση, καθορίζω το τέλος, το αποτέλεσμα [< γαλλ. avoir le dernier mot ]
θα πούμε το νερό νεράκι= θα διψάσουμε πολύ
θα σου πει ο άλλος
σου λέει ο άλλος
= για αόριστη αναφορά σε μια άλλη πλευρά του θέματος, συνήθ. σε αντιπαρατιθέμενη άποψη
θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν);= ειρωνικό σχόλιο σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα.
•  θέλω να πω (μ’ αυτό) ότι/πως … = για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ
θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα; = απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς.
και/κι ύστερα (σου) λένε =
καλά δεν τα λέω;= ρητορική ερώτηση, για επιβεβαίωση των λεγομένων
κάποιος κάνει/λέει τα δικά του = ενεργεί με ιδιόμορφο, αλλοπρόσαλλο τρόπο ή λέει ασυναρτησίες, πράγματα που δεν ευσταθούν
λέει κάτι νεράκι = απέξω (κι ανακατωτά)
λέω καλό για κάποιον= (συνήθ. με άρνηση, ειρων.) λέω καλά λόγια, τον επαινώ
λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου)= ευθέως, χωρίς περιστροφές ή απότομα
λέω με το νου μου= σκέφτομαι, λέω (από) μέσα μου.
λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους = μιλάω με παρρησία, ειλικρινά και απροκάλυπτα, μασάω τα λόγια μου/τα μασάω
λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη= μιλώ ξεκάθαρα, με ευθύτητα, χωρίς να μασώ τα λόγια μου
μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι = αμέσως, πολύ γρήγορα, στη στιγμή, στο άψε σβήσε, στο τάκα-τάκα, ώσπου να πεις αμήν
μια κουβέντα είπα= για να μετριαστεί η βαρύτητα των λεγομένων
τα λέω έξω από τα δόντια= με παρρησία, με απόλυτη ειλικρίνεια, χωρίς φόβο και περιστροφές, απερίφραστα, ορθά-κοφτά, σταράτα.
τα λέω χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα = απευθύνομαι σε κάποιον χωρίς περιστροφές, με ειλικρίνεια, θάρρος και συνήθ. επικριτικό ύφος, ωμά, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια, στα ίσ(ι)α
ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του)= για αυθαίρετες απόψεις, χωρίς ουσιαστική γνώση των πραγμάτων.
ό,τι θέλει λέει= για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής
ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε= σε περιπτώσεις που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε κάποιον για τον οποίο διατυπώνουμε κάτι αρνητικό, αν και από τα λεγόμενά μας γίνεται συνήθ. αντιληπτό σε ποιον αναφερόμαστε
ούτως ειπείν= (συχνά ειρωνικό) που λέει ο λόγος, για να το πούμε έτσι
πάει να πει & πα’ να πει= δηλαδή, σημαίνει
πες τα, χρυσόστομε! = ως επιδοκιμασία σε κάποιον που έχει το θάρρος να διατυπώσει γνώμη την οποία συμμεριζόμαστε απόλυτα, αλλά συνήθ. διστάζουμε να εκφέρουμε
πες το ψέματα! = ως επιβεβαίωση των λόγων του συνομιλητή μας ( = έχεις δίκιο, σωστά)
ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ = μην προεξοφλείς ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει· όλα είναι πιθανόν να συμβούν
που λέει ο λόγος = μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση
πώς είπες/είπατε;= (συχνά ειρωνικό) δεν άκουσα, μπορείς/μπορείτε να επαναλάβεις/επαναλάβετε;
•  συ είπας= (αρχαιοπρ.-συχνά ειρων.): για να διαχωρίσει κάποιος τη θέση του από τα λεγόμενα, τη γνώμη του άλλου είτε συμφωνεί κατά βάθος είτε διαφωνεί
τα λέω ένα χεράκι = 1. επιπλήττω, μαλώνω, τα ψέλνω/τα ψάλλω σε κάποιον 2. συζητώ με κάποιον, συχνά σε έντονο τόνο
τι έκανε λέει; = έκφραση έκπληξης, συνήθ. για να δηλωθεί αντίθεση με τα λεγόμενα κάποιου
τι θέλει να πει ο ποιητής;=
•  τι λέει το πρόγραμμα; = τι θα κάνεις/κάνουμε;
το καλό να λέγεται= οφείλω να παραδεχτώ ότι (κάτι) είναι καλό
το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του= έχει αντοχές, δυνάμεις ή επιδεικνύει θάρρος, τόλμη
το λέω και γεμίζει το στόμα μου= για να δηλωθεί ευχαρίστηση, θαυμασμός
•  το λέω και το ξαναλέω= για δήλωση επιμονής ως προς ένα θέμα
τολμώ να πω= κειμενικός δείκτης για την έκφραση προσωπικής γνώμης με ήπιο τρόπο
τόσα ξέρει, τόσα λέει = μειωτικό σχόλιο για κάποιον που δεν είναι καλά ενημερωμένος, που έχει άγνοια ή δεν κατανοεί κάτι.
φερ’ ειπείν
• φερειπείν
= για παράδειγμα, που λέει ο λόγος

όλες οι παροιμίες με αλφαβητική σειρά ⤵️

το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του=  για μετάθεση της ευθύνης σχετικά με την εκτέλεση μιας πράξης
είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε

• είπαν της γριάς να χέσει κι αυτή ξεκωλιάστηκε
= για κάποιον που χρησιμοποιεί αλόγιστα κάτι που του παραχωρήθηκε ή κάνει σε υπερβολικό βαθμό κάτι που του είπαν ή τον άφησαν να κάνει
είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα= σε περιπτώσεις που κάποιος αποδίδει σε άλλον αρνητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό τον ίδιο.
λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει=  όποιος επιμένει, στο τέλος επιτυγχάνει τον στόχο του.
όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει

• έξω από τον χορό πολλά τραγούδια λέγονται
= είναι εύκολο να κρίνει και να επικρίνει κάποιος μια κατάσταση ή μια υπόθεση, όταν αγνοεί τις δυσκολίες της.
τα λέω στην πεθερά, για να τ’ ακούσει η νύφη = για να δηλωθεί ότι μια παρατήρηση, υπόδειξη, διαταγή ή παράπονο απευθύνεται σε τρίτο πρόσωπο, ώστε να γίνει αντιληπτό και από τον άμεσα ενδιαφερόμενο ή θιγόμενο.


Α΄ συζυγία, Ενεργητική φωνή (πάτησε ⤵️ για εμφάνιση)
 ΟριστικήΥποτακτικήΠροστακτική
Ενεστώταςλέω
λες
λέει
λέμε
λέτε
λένε
να λέω
να λες
να λέει
να λέμε
να λέτε
να λένε
 λέγε


λέγετε, λέτε
Μετοχή ενεστώταλέγοντας 
Παρατατικόςέλεγα
έλεγες
έλεγε
λέγαμε
λέγατε
έλεγαν, λέγανε
  
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
θα λέω
θα λες
θα λέει
θα λέμε
θα λέτε
θα λένε
  
Αόριστοςείπα
είπες
είπε
είπαμε
είπατε
είπαν
να πω
να πεις
να πει
να πούμε
να πείτε
να πούν(ε)
πες


πείτε, πέστε
Απαρέμφατο αορίστου:πει 
Συνοπτικός
Μέλλοντας
θα πω
θα πεις
θα πει
θα πούμε
θα πείτε
θα πούν(ε)
  
Παρακείμενοςέχω πει
έχεις πει
έχει πει
έχουμε πει
έχετε πει
έχουν πει
να έχω πει
να έχεις πει
να έχει πει
να έχουμε πει
να έχετε πει
να έχουν πει
 
Υπερσυντέλικοςείχα πει
είχες πει
είχε πει
είχαμε πει
είχατε πει
είχαν πει
  
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
θα έχω πει
θα έχεις πει
θα έχει πει
θα έχουμε πει
θα έχετε πει
θα έχουν πει
  
πηγή : Γραμματική Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού
Α΄ συζυγία, Παθητική φωνή (πάτησε ⤵️ για εμφάνιση)

 ΟριστικήΥποτακτικήΠροστακτική
Ενεστώταςλέγομαι
λέγεσαι
λέγεται
λεγόμαστε
λέγεστε, λεγόσαστε
λέγονται
να λέγομαι
να λέγεσαι
να λέγεται
να λεγόμαστε
να λέγεστε, να λεγόσαστε
να λέγονται
 


λέγεστε
Μετοχή ενεστώταλεγόμενος, -η, -ο
λεγόμενοι, -ες, α
 
Παρατατικόςλεγόμουν(α)
λεγόσουν(α)
λεγόταν(ε)
λεγόμασταν
λεγόσασταν
λέγονταν(ε), λεγόντουσαν
  
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
θα λέγομαι
θα λέγεσαι
θα λέγεται
θα λεγόμαστε
θα λέγεστε, λεγόσαστε
θα λέγονται
  
Αόριστοςειπώθηκα
ειπώθηκες
ειπώθηκε
ειπωθήκαμε
ειπωθήκατε
ειπώθηκαν (ε)

ή

λέχθηκα
λέχθηκες
λέχθηκε
λεχθήκαμε
λεχθήκατε
λέχθηκαν, λεχθήκαν(ε)
να ειπωθώ
να ειπωθείς
να ειπωθεί
να ειπωθούμε
να ειπωθείτε
να ειπωθούν(ε)

ή

να λεχθώ
να λεχθείς
να λεχθεί
να λεχθούμε
να λεχθείτε
να λεχθούν(ε)


ειπωθείτε, λεχθείτε







Απαρέμφατο αορίστου:ειπωθεί, λεχθεί 
Συνοπτικός
Μέλλοντας
θα ειπωθώ
θα ειπωθείς
θα ειπωθεί
θα ειπωθούμε
θα ειπωθείτε
θα ειπωθούν(ε)

ή

θα λεχθώ
θα λεχθείς
θα λεχθεί
θα λεχθούμε
θα λεχθείτε
θα λεχθούν(ε)
  
Παρακείμενοςέχω ειπωθεί
έχεις ειπωθεί
έχει ειπωθεί
έχουμε ειπωθεί
έχετε ειπωθεί
έχουν ειπωθεί

ή

είμαι ειπωμένος, -η
είσαι ειπωμένος, -η
είναι ειπωμένος, -η, -ο
είμαστε ειπωμένοι, -ες
είστε ειπωμένοι, -ες
είναι ειπωμένοι, -ες, -α

ή

έχω λεχθεί
έχεις λεχθεί
έχει λεχθεί
έχουμε λεχθεί
έχετε λεχθεί
έχουν λεχθεί
να έχω ειπωθεί
να έχεις ειπωθεί
να έχει ειπωθεί
να έχουμε ειπωθεί
να έχετε ειπωθεί
να έχουν ειπωθεί

ή

να είμαι ειπωμένος, -η
να είσαι ειπωμένος, -η
να είναι ειπωμένος, -η, -ο
να είμαστε ειπωμένοι, -ες
να είστε ειπωμένοι, -ες
να είναι ειπωμένοι, -ες, -α

ή

να έχω λεχθεί
να έχεις λεχθεί
να έχει λεχθεί
να έχουμε λεχθεί
να έχετε λεχθεί
να έχουν λεχθεί
 
Μετοχή Παρακειμένουειπωμένος, -η, -ο
ειπωμένοι, -ες, -α
Υπερσυντέλικοςέίχα ειπωθεί
είχες ειπωθεί
είχε ειπωθεί
είχαμε ειπωθεί
είχατε ειπωθεί
είχαν ειπωθεί

ή

ήμουν ειπωμένος, -η -ο
ήσουν ειπωμένος, -η -ο
ήταν ειπωμένος, -η, -ο
ήμασταν ειπωμένοι, -ες
ήσασταν ειπωμένοι, -ες
ήταν ειπωμένοι, -ες, -α

ή

έχω λεχθεί
έχεις λεχθεί
έχει λεχθεί
έχουμε λεχθεί
έχετε λεχθεί
έχουν λεχθεί
  
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
θα έχω ειπωθεί
θα έχεις ειπωθεί
θα έχει ειπωθεί
θα έχουμε ειπωθεί
θα έχετε ειπωθεί
θα έχουν ειπωθεί

ή

θα είμαι ειπωμένος, -η
θα είσαι ειπωμένος, -η
θα είναι ειπωμένος, -η, -ο
θα είμαστε ειπωμένοι, -ες
θα είστε ειπωμένοι, -ες
θα είναι ειπωμένοι, -ες, -α

ή

θα έχω λεχθεί
θα έχεις λεχθεί
θα έχει λεχθεί
θα έχουμε λεχθεί
θα έχετε λεχθεί
θα έχουν λεχθεί
  
πηγή : Γραμματική Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού

λέω< μεσαιωνική ελληνική  λέω < αρχ:αία ελληνική : λέγω με αποβολή του μεσοφ. [γ]

είπα < μεσαιωνιή ελληνική: είπα < αρχαία ελληνική : εrπ(ον) μεταπλ. κατά τους άλλους αορίστους σε -α, π.χ. έγραψα (πρβ. και αρχ. ιων. διάλ. εrπα)]

πηγή : Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής



-λογιά
 [lojá] : β’ συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει σύνολο ανθρώπων που έχουν κοινά τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται το α’ συνθετικό·


-λογία
 [lojía] : β’ συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει: 1. την ενέργεια ή το αποτέλεσμα των ανάλογων ρημάτων σε -λογώ 1 από τα οποία παράγονται: ψευδο~, ηθικο~, δευτερο~, χυδαιο~. || το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος, όταν η αντίστοιχη ενέργεια δηλώνεται με το επίθημα -ση: βαθμο~, φορο~· (πρβ. βαθμολόγηση, φορολόγηση). 2. επιστήμη ή γενικά οργανωμένο τομέα γνώσης με αντικείμενο αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το α’ συνθετικό: αρχαιο~, γεω~, γλωσσο~, δερματο~, θεο~, θρησκειο~, καρδιο~, νευρο~, παπυρο~, φιλο~, φυσιο~.

-λόγος 1 [lóγos] θηλ. -λόγος [lóγos] : β’ συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. πρόσωπο που λέει αυτό που εκφράζει το α’ συνθετικό: αισχρο~, ευφυο~, καυχησιο~, χυδαιο~. 2. γιατρό, επιστήμονα ή γενικότε ρα πρόσωπο με ειδικές σπουδές ή ειδικευμένο στον τομέα που συνεπάγεται το α’ συνθετικό: αγγειο~, γυναικο~, καρδιο~, μικροβιο~, πνευμονο~· αρχαιο~, αιγυπτιο~, παπυρο~, συνταγματο~· ηλεκτρο~, μηχα νο~.

-λόγος 2 : β’ συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει το πρόσωπο που ασχολείται με το μάζεμα, τη συλλογή, τη συγκέντρωση κτλ. αυτού που εκφράζει το α’ συνθετικό: χορταρο~, καρπο~. || ανθο~. || στρατο~.

αδιάλεχτος -η -ο, αμφιλεγόμενος -η -ο, αναφλέγω -ομαι, αναφλεκτήρας, αντιλέγω, αποδιαλέγω -ομαι, διάλεγμα, διαλέγω -ομαι, διαλεχτός -ή -ό, ειρήσθω εν παρόδω, εκλέγειν, εκλέγεσθαι, εκλέγω -ομαι, εκλέκτορας, εκλέξιμος -η -ο, επανεκλέγω -ομαι, επιλέγω -ομαι, επιλεκτικός -ή -ό, καταλέγομαι, λέγειν, μοιρολογώ & -άω, -ιέμαι, ξεδιάλεγμα, ξεδιαλέγω, παραλέω, περισυλλέγω -ομαι, περισυλλογή, προεπιλέγω -ομαι, προλεγόμενα, προλέγω -ομαι, σταχυολογώ -ούμαι, συγκαταλέγω -ομαι, συλλέγω -ομαι


(πάτησε ⤵️ για εμφάνιση)

πηγή : Εθνικός Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

LEAVE A COMMENT