[leftó] [leftá]
το λεφτό (ουσιαστικό, ουδέτερο) – τα λεφτά (ουσιαστικό, ουδέτερο)
1. λεφτό λέμε αλλιώς το λεπτό που είναι χρονική μονάδα ίση προς το ένα εξηκοστό της ώρας.
2. λεφτά λέμε τα χρήματα.
ΠΟΛΥΜΕΣΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
οξύτονο | ||
Ενικός αριθμός | ||
ονομ. γεν. αιτ. κλητ. | το του το – | λεφτό λεφτού λεφτό λεφτό |
Πληθυντικός αριθμός | ||
ονομ. γεν. αιτ. κλητ. | τα των τα – | λεφτά λεφτών λεφτά λεφτά |
Ουσιαστικό σε -ο (ισοσύλλαβα)
Τα ουσιαστικά αυτής της κατηγορίας είναι οξύτονα (φυτό, Ο38), παροξύτονα (δέντρο, Ο39) και προπαροξύτονα (σίδερο Ο40). Σύμφωνα με το λεφτό (Ο38) κλίνονται τα: Μεξικό, νερό, παγωτό, χωριό κ.ά. Δείτε περισσότερα εδώ.
Υποκοριστικό :
- τα λεφτουδάκια
- τα λεφτάκια
- τα λεφτούλια
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
1. Η λέξη «λεφτό» προέρχεται από λόγια μορφή της ελληνιστικής λέξης «λεπτόν», που αρχικά σήμαινε «εξηκοστό της μοίρας».
* Η αλλαγή του φθόγγου από [pt] σε [ft] οφείλεται σε ανομίωση στον τρόπο άρθρωσης.
2. λεφτά: Η λέξη προέρχεται από το λόγιο «λεπτόν», που ήταν νομισματική μονάδα στην ελληνιστική εποχή. Στην καθομιλουμένη, το «λεπτόν» πήρε την πληθυντική μορφή «λεφτά» κατά αναλογία με λέξεις όπως «χρήματα» και «νομίσματα».
* Η ηχητική μεταβολή [pt > ft] έγινε για να προσαρμοστεί στη δημοτική γλώσσα.
πηγή : Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΛΕΞΕΩΝ
λεφτάς – λεφτού
ΦΡΑΣΕΟΛΟΓΙΑ
• κατέβαινε κανένα λεφτό | : Όταν ζητάμε από κάποιον να μας δώσει χρήματα. |
• κάνω λεφτά | : Όταν βγάζουμε χρήματα, δηλαδή αποκτούμε εισόδημα ή κέρδος. |
• λεφτά με ουρά, λεφτά με το τσουβάλι. | : Όταν έχουμε πολλά χρήματα, δηλαδή είμαστε πολύ πλούσιοι. |
• τρέχουν τα λεφτά από τα μπατζάκια του. | : Όταν κάποιος έχει πάρα πολλά χρήματα και είναι πάμπλουτος. |
• τα βρήκαμε τα λεφτά (μας) | : Όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση αμηχανίας ή δυσκολίας και δεν ξέρουμε πώς να προχωρήσουμε. |
• τα λεφτά δε μυρίζουν | : Όταν δεν ενδιαφερόμαστε για την προέλευση των χρημάτων, επειδή αυτή δεν είναι φανερή. |
• έρχομαι στα λεφτά μου. | : Όταν καταφέρνουμε να εξισορροπήσουμε τα έξοδά μας ή να πάρουμε πίσω χρήματα που ξοδέψαμε. |
• τζάμπα τα λεφτά | : Όταν κάνουμε μια αποτυχημένη κίνηση που δεν αξίζει τα χρήματα που δώσαμε. |
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
(πάτησε ⤵️ για εμφάνιση)
- Διάβασέ τον και θα σε πληρώσω.» «Μισό λεφτό», απαντάει ο παπάς, «να πάρω την αγιαστούρα μου και βγαίνω.» (Πηγή: https://www.emprosnet.gr)
- Έσκυψε, το ʼπιασε, του ξέφυγε, το ξανάπιασε κι όταν έφτασε στο παγκάρι ένα βήμα μπροστά μου…«ντρίγκ… το εικοσαράκι στο κουτί. Ένα το «λεφτό», ένα και το «ντριγκ»! (Πηγή: https://www.lakonikostypos.gr)
- Εκαμαν να το σηκώσουν, μα πού; Σηκωνόταν ολάκερο γομάρι; ΄Ηταν κι άβολο στο πιάσιμό του! Ο θηλυκός νους του Γιάννη δούλεψε στο λεφτό. (Πηγή: https://kalymnos-news.gr)
- Μετά όμως γύρισε ο τροχός. Στο «Ζωή είν’ αυτή» ο τυπάκος απόμεινε χωρίς λεφτό. (Πηγή: https://rembetiko.gr)
- Έλα, σήκω να βγούμε σήμερα να μάσουμε κάνα λεφτό, να μη χάσουμε την ημέρα. (“ο Ζητιάνος” Καρκαβίτσας Ανδρέας) (Πηγή: http://www.snhell.gr)
- Το γράμμα έφτασε σ’ ένα λεφτό. Καλά το υποψιαζότανε, ήτανε από τη μητέρα του, που έμενε στην επαρχία (“Εγκλημα και τιμωρία” Ντοστογιέφσκι) (Πηγή: https://www.lingq.com)
- Γιώργος Κύρτσος: Ο Μητσοτάκης καλλιεργεί λεφτό δένδρα … (Πηγή: https://kifisiapress.info)
- Βέβαια τα πιο πλούσια παιδιά είχαν το ειδικό για την περίπτωση στυπόχαρτο, έκοβαν ένα κομμάτι, το ακουμπούσαν επάνω, και στο λεφτό εκείνο απορροφούσε τη σταγόνα. (Πηγή: https://agonaskritis.gr)
Αφήστε μια απάντηση