λαδώνω (λάδωσα), λαδώνομαι (λαδώθηκα, λαδωμένος) |
λαθεύω (λάθεψα) |
λαλάω/λαλώ (λάλησα) |
λαμβάνω (έλαβα), λαμβάνομαι (ελήφθη, ελήφθησαν) |
λαμποκοπάει (λαμποκόπησε) |
λάμπω (έλαμψα) |
λασπώνω (λάσπωσα), λασπώνομαι (λασπώθηκα, λασπωμένος) |
λατρεύω (λάτρεψα), λατρεύομαι (λατρεύτηκα, λατρεμένος) |
λαχανιάζω (λαχάνιασα, λαχανιασμένος) |
λαχταράω/λαχταρώ (λαχτάρησα) |
λείπω (έλειψα) |
λειτουργώ (λειτούργησα) |
λεκιάζω (λέκιασα), λεκιάζομαι (λεκιάστηκα, λεκιασμένος) |
λεπταίνω (λέπτυνα) |
λερώνω (λέρωσα), λερώνομαι (λερώθηκα, λερωμένος) |
λευτερώνω (λευτέρωσα), λευτερώνομαι (λευτερώθηκα, λευτερωμένος) |
λέω (είπα), λέγομαι (ειπώθηκα και λέχθηκα, ειπωμένος) |
λήγει (έληξε, ληγμένος) : |
λησμονάω/λησμονώ (λησμόνησα), λησμονούμαι/λησμονιέμαι (λησμονήθηκα, λησμονημένος) |
λιάζω (έλιασα), λιάζομαι (λιάστηκα, λιασμένος) |
λιβανίζω (λιβάνισα), λιβανίζομαι (λιβανίστηκα, λιβανισμένος) |
λιγοστεύω (λιγόστεψα) |
λιγουρεύομαι (λιγουρεύτηκα) |
λιγώνει (λίγωσε), λιγώνομαι (λιγώθηκα, λιγωμένος) |
λιποθυμάω/λιποθυμώ (λιποθύμησα) |
λιώνω (έλιωσα, λιωμένος) |
λογαριάζω (λογάριασα), λογαριάζομαι (λογαριάστηκα, λογαριασμένος) |
λούζω (έλουσα), λούζομαι (λούστηκα, λουσμένος) |
λύνω (έλυσα), λύνομαι (λύθηκα, λυμένος) |
λυπώ (λύπησα), λυπάμαι (λυπήθηκα) |
λυσσάω (λύσσαξα, λυσσασμένος) |