[lóγos]  ο λόγος (ουσιαστικό, αρσενικό) 1. Ικανότητας Ομιλίας ο λόγος είναι η ικανότητα που έχουμε να μιλάμε και να εκφράζουμε τις σκέψεις μας.(= ομιλία) 2. Γλώσσα – Τρόπος Επικοινωνίας Ο λόγος είναι το σύστημα που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνούμε, είτε προφορικά είτε γραπτά. (= γλώσσα) 3. Κουβέντα – Λέξεις (ο λόγος – τα λόγια) ο ..

Read more